- ἀνεπιτήδευτα
- ἀνεπιτήδευτοςmade without careneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατεχνής — ἀτεχνής, ές (Α) Ι. 1. ο χωρίς τέχνη, ο άτεχνος. 2. αδέξιος II. επίρρ. ἀτεχνῶς 1. απλώς 2. πραγματικά, ακριβώς 3. με ειλικρίνεια 4. ανεπιτήδευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. ατεχνής < α στερ. + τέχνη επίρρ. ατεχνώς < άτεχνος*. Ο τονισμός του επιρρήματος,… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek